- φιλομειδής
- φιλομμειδήςlaughter-lovingmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Φιλομείδης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλομειδής — ές, ΝΑ, και ποιητ. τ. φιλομμειδής και φιλομηδής και φιλομμηδής, ές, Α 1. αυτός που τού αρέσει να χαμογελά 2. προσωνυμία τής Αφροδίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + (μ)μειδής (< * σμειδής < μειδιῶ* «χαμογελώ»), πρβλ. μειλιχο μειδής. Ωστόσο,… … Dictionary of Greek
Венера (миф.) — (лат. Venus) одно из 12 божеств греко римского Олимпа, Афродита у эллинов, богиня любви и красоты, мать Амура (Эроса), царица нимф и граций. По Гомеру Афродита, дочь Зевса и Дионы, обладает поясом, который способен сделать всякую женщину или… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Венера (миф.) — (лат. Venus) одно из 12 божеств греко римского Олимпа, Афродита у эллинов, богиня любви и красоты, мать Амура (Эроса), царица нимф и граций. По Гомеру Афродита, дочь Зевса и Дионы, обладает поясом, который способен сделать всякую женщину или… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
αειμειδής — ές αυτός που διαρκώς χαμογελάει, φιλομειδής, γελαστός. [ΕΤΥΜΟΛ. Όπως και το φιλο μειδής, είναι δυνατό να παράγεται ή απευθείας από το μειδιώ ή από το μεῖδος (= γέλως), που σώζεται μόνο στον Ησύχιο] … Dictionary of Greek
φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… … Dictionary of Greek
φιλομμειδής — ές, Α (ποιητ. τ.) βλ. φιλομειδής … Dictionary of Greek
φιλομμηδής — ές, Α βλ. φιλομειδής … Dictionary of Greek